- συνοχηδόν
- συνοχ-ηδόν, Adv.A in confinement, AP9.343 (Arch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνοχηδόν — in confinement indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοχηδόν — Α επίρρ. με συνοχή, στέρεα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοχή + επιρρμ. κατάλ. (η)δόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek